νεοσσοκομος

νεοσσοκομος
    νεοσσοκόμος
    νεοσσο-κόμος
    атт. νεοττοκόμος 2
    укрывающий птенцов, дающий приют птичкам
    

(καλιή Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "νεοσσοκομος" в других словарях:

  • νεοσσοκόμος — και αττ. τ. νεοττοκόμος, ὁ (Α) 1. αυτός που εκτρέφει νεοσσούς 2. (για τόπο) εκεί όπου εκτρέφονται νεοσσοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεοσσός + κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. νοσο κόμος] …   Dictionary of Greek

  • νεοσσοκόμοιο — νεοσσοκόμος rearing chickens masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοσσοκομώ — νεοσσοκομῶ και αττ. τ. νεοττοκομῶ, έω (Α) [νεοσσοκόμος] εκτρέφω νεοσσούς («νεοττοκομοῡσιν ἐν τοῑς ὄρεσι πτηνά», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • νεοττοκόμος — νεοττοκόμος, ὁ (Α) (αττ. τ.) βλ. νεοσσοκόμος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»